- βηλος
- βηλόςдор. βᾱλός ὅ досл. порог, перен. жилище Hom., Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βηλός — threshold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῆλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηλός — Εξελληνισμένος τύπος της σημιτικής λέξης Βάαλ Βηλ,που σημαίνει (όπως στα ελληνικά η λέξη Κρέων) τον κύριο, τον δεσπότη. Ως Β. φέρεται και ένας αρχαίος βασιλιάς των Ασσυρίων. Το ίδιο όνομα αποδίδεται επίσης στον πατέρα της Διδούς, στον πατέρα του… … Dictionary of Greek
βηλοῦ — βηλός threshold masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηλῷ — βηλός threshold masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηλόν — βηλός threshold masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῆλον — Βῆλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βήλοιο — Βῆλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βήλοις — Βῆλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βήλου — Βῆλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βήλους — Βῆλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)